Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Χανόμαστε, ξέρεις...
Οι άνθρωποι, χανόμαστε, ξεχνιόμαστε, έτσι μου είπε κάποιος.

Στα αστέρια που με περιβάλλουν, το κρύο της νύχτας, η μουσική της σιωπής, οι πολλές αϋπνίες μου. Καλά όλα αυτά. Εσύ μου χάνεσαι; Κι αν χάνεσαι, πού διαλέγεις να χαθείς; Εγώ, μη φοβάσαι, μόνο στον εαυτό μου χάνομαι. Σαν να τριγυρίζω στους λαβύρινθους της καρδιάς, να προσπερνώ αρτηρίες, να φτάνω στο κέντρο κι εκεί να στέκομαι σαστισμένη. Τι κάνω εδώ; Πώς χάθηκα; Πώς να γυρίσω; Πού να γυρίσω; Κι όμως ξημερώνει κι εγώ ξυπνώ και γύρω μου τίποτα κόκκινο, μόνο η συννεφιά μου...

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Ανάμεσα σε καπνούς και σε κρασί

Κι ανάμεσα στους καπνούς και στο κρασί που κρέμεται στην άκρη της γλώσσας αναρωτιέμαι. 'Ωρες ώρες όλα φαίνονται τόσο περίεργα γύρω μου, σαν να τα βλέπω μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Και καθώς το τραγούδι που συνοδεύει τους καπνούς και το κρασί ξαναπαίζει, μένεις κι αναρωτιέσαι πώς οι ζωές των ανθρώπων περιπλέκονται και χωρίζουν με τόσο πολλούς τρόπους, σε τόσο πολλά επίπεδα. Ο ένας φεύγει για ένα μικρό ταξίδι που θα τον φέρει στον πιο σημαντικό του άνθρωπο, ο άλλος μιλάει με ένα χυμό μήλου δίπλα του για ξεχασμένους έρωτες κι εσύ απολαμβάνεις τον καπνό και το κρασί, καθώς η μέρα αλλάζει και ξεκινά μια τελείως διαφορετική που μοιάζει μόνο ίδια με την προηγούμενη.
Κι όλα αυτά τι νόημα θα είχαν αν δεν υπήρχες εσύ;
Να με εμπνέεις στις λέξεις που χαράσσουν αυτό το χαρτί.
Να με κάνεις να περιμένω στωικά, χωρίς να μου φαίνεται ποτέ "πολύ", για να κουραστώ.
Να μου μιλάς και να γνωρίζω τον κόσμο από την αρχή, μέσα από κάθε λέξη σου και κάθε κίνησή σου.
Να με πειράζεις, τι είναι αυτά που λέω παλι, τι ρούχο είναι αυτό, πώς είναι τα μαλλιά μου, τι μου έκανε το κρασί πάλι...
να με προκαλείς να απαντήσω, τι είπες, ασυναρτησίες πάλι, πόση ειρωνεία μπορείς και χρησιμοποιείς, πάλι ξέχασες το τάδε που λέγαμε...;
Να με κάνεις να γελάω όπως μόνο εσύ μπορείς.
Να σε θέλω μ' έναν τρόπο πρωτόγνωρο, που δεν αφήνει περιθώρια κι όρια, που αφήνει να κυριαρχούν τα ένστικτα μόνο και καμιά λογική, που με καίει από πάνω μέχρι κάτω με μια φωτιά ανυπόφορη.
Να σε ερωτεύομαι κάθε μέρα από την αρχή.
Να κάνεις κάθε λέξη -ακόμα και αυτές εδώ- τόσο φτωχή μπροστά σε όλα αυτά, σε αυτό το ένα.
Να λέω ένα πράγμα και να καταλαβαίνεις κάθε πιθανό του, για μένα, νόημα.
Να σε αγαπάω.
Για κάθε στιγμή.
Για πάντα.

Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Σιωπή

Στην πικρή σου σιωπή
προσπαθώ μια ρωγμή να τραβήξω
σαν γραμμή μολυβιού σε χαρτί που κυλά
των ματιών σου σημάδια δυο στάλες ηχούν...
Και οι λέξεις μου χάνονται
σε μια λίμνη βαθιά
με νερά σκοτεινά, του βυθού σου τα χνάρια...
Κι όταν τα φύλλα θα πέσουν,
όταν το λευκό θα σε βρει,
όταν ο ουρανός σου τελειώσει
κι η σιωπή σου ακουστεί σαν κραυγή
θα 'χω χαθεί, δε θα είμαι πια εκεί...
Η αυγή πλησιάζει κι η νύχτα μικρή,
η φωτιά σου έχει σβήσει
η απουσία μου πεθαίνει στις στάχτες της...
Κι εγώ δεν είμαι εκεί...

Στιγμή

Δεν ξέρω
πώς είναι να αγαπάς μια στιγμή...
Μια φλόγα που στην ανάμνησή σου σβήνει...
Μια θύμηση γλυκιά και πικρή
που με γυρνά σε ξεχασμένους τόπους...
Δε γνώρισα
πώς είναι να κρατάς μια στιγμή...
Να μην αφήνεις να ξεφύγει μια πνοή...
Που σαν αχός στο τέλος θα χαθεί
στο παιχνίδι που σκαρώνει σε ένα βράδυ η μοίρα.
Δεν έμαθα
ποτέ μου να μιλώ με φτιασίδια...
Μα αυτό, μάτια μου, σε πήρε μακριά...
Σε τόπους μακρινούς, πέρα από μένα...
Νιώθω
πώς είναι να αγαπάς μια ζωή...
Να χάνεσαι σε ένα παραμύθι...
Μα πες μου, μάτια μου, ποιο είναι το τέλος
και ποια η αρχή...;
Σε σένα αφήνομαι,
κρατώ τη στιγμή σου
ώσπου να σε χάσω ξανά
μέχρι να βρω την πηγή σου...
Μάτια μου, μη με ψάξεις!
Θα ζω στις στιγμές...
Σ΄αυτές που δεν αγάπησα,
σ΄αυτές που δεν κράτησα,
σ' ένα χάος που εγώ

ποτέ δεν κατάλαβα...

Το στίγμα

Το στίγμα μας...
Ή μάλλον το στίγμα που μας άφησαν κάποιοι να το κουβαλάμε χωρίς να θέλουμε...
Δε μας ρωτάνε καν...
Το στίγμα μας...
Το δικό μου θα έχει πάντα μια ζωή που αφαιρέθηκε άδικα στα 15...
Μια Αθήνα παλιά που δε θα μπορώ να θυμάμαι κάποια στιγμή...
Ανθρώπους να φωνάζουν και να μην ακούγονται...
Αστυνομικούς να χτυπούν και να αφήνουν σημάδια στο κορμί και στην καρδιά μου...
Μια βροχή από πέτρες, καπνούς, γυαλιά, δάκρυα...
Μια απογοήτευση από το σύστημα, από το σχολείο, από τους φίλους που τελευταία στιγμή δεν ακολούθησαν γιατί λύγισαν...
Μια εικόνα, εμένα και δυο παιδιά δεκαεπτά χρονών να ακούμε ότι δεν έχει νόημα να κάνουμε αποχές και πορείες
γιατί τίποτα δεν αλλάζει...
Το στίγμα μας;
Μια μαυρίλα, μια θολούρα, μια απογοήτευση αβάσταχτα βαθιά,
ένας χαμός...

Το στίγμα μου δε θέλω να είναι στίγμα...