Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ-ΓΟΥΙΣΚΟΝΣΙΝ

Ήταν ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου, όταν η Τζέην, πεθαίνοντας από βαρεμάρα, χάζευε τα χελιδόνια να πετούν νωχελικά δίπλα στο μπαλκόνι της. Τα τσιγάρα είχαν τελειώσει, τα νεύρα της ήταν τσιτωμένα σαν χορδές ξεκούρδιστου βιολιού –τόσο από τη ζέστη, όσο και από την ανάγκη της για νικοτίνη.


Ο ήλιος κόντευε να δύσει και  η Τζέην φλέρταρε με την ιδέα ενός απογευματινού μπάνιου. Είχε πολύ καιρό να κάνει μπάνιο το απόγευμα –χρόνια. Την τελευταία φορά, πότε να ήταν; Διάσπαρτες και κομματιασμένες εικόνες πέρασαν από το μυαλό της αστραπιαία: άμμος σε κάθε σημείο του κορμιού της, η υγρασία της θάλασσας, τα νωτισμένα της μαλλιά μπερδεμένα, δύο χέρια ξένα και δύο μάτια..

«Μαμά, να πάω να παίξω με τη Μαρίλια;», διέκοψε τις σκέψεις της ο Νίκολας. Αφηρημένη, η Τζέην γύρισε προς τη φωνή του οχτάχρονου γιου της και για μερικές στιγμές χάθηκε στα δύο μεγάλα, υγρά του μάτια. Τα μάτια του, πελώρια και γαλάζια, με τις δείνες τους που μπορούσαν τόσο εύκολα και αβίαστα να καταπιούν, θα έλεγες, την ψυχή της, την κοίταγαν με ανυπομονησία. Της έφευγε, σκέφτηκε η Τζέην. Σήμερα η Μαρίλια, αύριο ο τάδε φίλος του, μεθαύριο κάπου πιο μακριά... «Μαμά!Ακούς;», ξαναρώτησε ο Νίκολας επιτακτικά με την αδημονία των μικρών παιδιών αποτυπωμένη στη φωνή και τις κινήσεις του. «Ναι, αγάπη μου, αλλά μην αργήσεις.»
 
Ήταν απόγευμα του Αυγούστου και ο νους της δεν μπόρεσε να μην καταφύγει στον Μάικ. Ο Μάικ, golden boy της δεκαετίας του ’80, με πολλά λεφτά, κάποια όνειρα και πολλές γυναίκες. Ο Μάικ, μια καλοκαιρινή νύχτα σ’ ένα πάρτυ για τα εγκαίνια μιας πολυεθνικής εταιρείας, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος. Και ένα χρόνο αργότερα, ο Μάικ, η Τζέην και ο Νίκολας. Φυσικά, το όνειρο δεν κράτησε πάνω από τρία χρόνια. Ένα βράδυ, ήταν ο Μάικ και η Αμάντα, στο γραφείο του. Οι δυο τους. Και η τρίτη, η Τζέην, που είχε τη φαεινή ιδέα να του κάνει έκπληξη για τα γενέθλιά του. Η έκπληξη ήταν όλη δική της. Στην αρχή, δεν μπορούσε να καταλάβει την εικόνα: ο Μάικ πάνω από το γραφείο του, και γύρω του δύο γυναικεία πόδια με καλσόν στο χρώμα του δέρματος και κομψές σκούρες γόβες. Τώρα που το καλοσκεφτόταν: στο χρώμα του δέρματος; Δεν ήταν και πολύ σέξυ…

Το ρολόι της ζωής προχώρησε, και το ίδιο έκανε και η Τζέην. Οι σχέσεις με τον Μάικ ήταν πλέον τυπικές –αλλά πολιτισμένες. Το κατά δύναμιν. Και η Τζέην δοκίμαζε να προχωρήσει. Το κατά δύναμιν κι εδώ. Οι άντρες ήταν πλέον γι’ αυτήν σαν τα φρούτα: καθένας φύτρωνε στην εποχή του, όταν αυτή είχε επέλθει, το ίδιο συνέβαινε και στη σχέση τους μαζί της. Καλώς ή κακώς.


Την επόμενη μέρα, όταν ο Νίκολας έπινε το γάλα του, η Τζέην κατέβηκε τη σκάλα του εξοχικού της, για να πάρει την αλληλογραφία. Πέρα από κάτι διαφημιστικά και τους λογαριασμούς, την προσοχή της τράβηξε ένας μεγάλος χάρτινος φάκελος. Προτίμησε να τον ανοίξει με την ησυχία της, όταν ο Νίκολας θα ήταν για μπάνιο με τους φίλους του. Μέσα στο φάκελο, βρήκε ένα τριαντάφυλλο και μια σελίδα, όπου με μικρά και κολλημένα γράμματα διάβασε: “Σε 3 τριαντάφυλλα σε περιμένει ένα κλειδί.” Το γράμμα φυσικά δεν είχε στοιχεία αποστολέα και η Τζέην παραξενεύτηκε, αλλά θεώρησε ότι πρόκειται είτε για κακόγουστο αστείο είτε για λάθος.
 
Η μέρα της συνεχίστηκε όπως και οι υπόλοιπες: μαγείρεψε, πήγε θάλασσα, ασχολήθηκε με τον κήπο…Το βραδάκι την επισκέφτηκε η κολλητή της, η Βίβιαν. Η Τζέην δεν είχε πολλούς φίλους. Θες η δουλειά της, δημοσιογράφος σε μεγάλο κανάλι, θες το παιδί και ότι ήταν ανύπαντρη μητέρα; Θες τα κέφια της που έμοιαζαν με αυτούς τους τρομαχτικούς κλόουν που δεν ξέρεις ποτέ αν κλαίνε ή γελάνε; 
Το βράδυ, με την παρέα φτηνού αλκοόλ, κι ενώ απολάμβαναν τον αέρα της θάλασσας, η Βίβιαν ρώτησε αναπάντεχα: “Τι γίνεται με αυτόν τον τύπο; Τέυλορ λεγόταν;” Η Τζέην, δυσαρεστημένη και αμήχανη, καθώς τα προσωπικά της δεν ήθελε να τα βγάζει στη φόρα σαν απλωμένη μπουγάδα (και σίγουρα ήταν πιο βρώμικα από αυτήν), απάντησε: “Ε, τίποτα μωρέ. Εγώ στην Καλιφόρνια διακοπες, εκείνος στο Γουισκόνσιν για δουλειά. Σαν να μη μας έφταναν οι διαφορές, έχουμε και διαφορά ώρας…” 
Η Βίβιαν δεν απάντησε. Η σιωπή της, βαρύγδουπη, σαν τούβλο που πέφτει καταμεσής ενός άδειου δωματίου. Δε συμφωνούσε. Εντάξει, πληγώθηκε. Όλοι πληγώνονται στο παιχνίδι της ζωής. Αλλά νικητής και νικημένος δεν υπάρχει. Και η Τζέην έκανε λάθος, εάν νόμιζε ότι με το να ακροπατεί στις ζωές των αντρών που γνώριζε, κέρδιζε έστω και στιγμές ευτυχίας. Ήθελε να προσπαθήσει να αποδείξει ότι υπάρχει νικητής. Βλακείες, σκέφτηκε η Βίβιαν. Για εκείνη, η Τζέην στεκόταν συνεχώς πάνω από μια φωτιά, για να ζεσταθεί, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερνε, γιατί φοβόταν μην καεί. Και το χώμα κάτω από τα πόδια της παρέμενε κρύο. Άλλοι θα παρομοίαζαν τη φωτιά με ένα άλμα που δεν κάνει κάποιος, απο φόβο ότι δε θα ανοίξει το αλεξίπτωτο, ενώ βλέπει ότι το έδαφος γύρω του σιγά σιγά τρώγεται…
Προς έκπληξη της Τζέην, το γράμμα με το τριαντάφυλλο επανεμφανίστηκε την επόμενη μέρα (με τη διαφορά ότι στο σημείωμα τα τριαντάφυλλα ήταν δύο). Και τη μεθεπόμενη –“σε ένα τριαντάφυλλο, σε περιμένει ένα κλειδί”. Η αλήθεια είναι ότι η Τζέην περισσότερο ενοχλήθηκε παρά παραξενεύτηκε με αυτή τη φάρσα. Και είχε και τη Βίβιαν να σκαρώνει σενάρια: Μήπως είναι κρυφός θαυμαστής; Παλιός εραστής; Επίδοξος βιαστής; Ο Μάικ; Στο τελευταίο, η Τζέην την κεραυνοβόλησε με ένα βλέμμα που προμηνούσε τη λήξη της φιλοξενίας της…
Και η μεγάλη μέρα έφτασε. Αυτή τη φορά, δεν ήρθε φάκελος, αλλά δέμα, όπου βρισκόταν ένα κουτί και μέσα του ένα κλειδί. Το σημείωμα έλεγε: “Σε περιμένω με το Νίκολας αύριο βράδυ σπίτι μου. Το κλειδί δικό σου. Τέυλορ.” Μέσα στο δέμα ήταν δυο αεροπορικά εισιτήρια. Χωρίς επιστροφή. Προβλέψιμη η αντίδραση της Βίβιαν (“φραγκάτο και ερωτευμένο το τυπάκι!Μπράβο, Τζεηνάκι μου!”).
Η Τζέην κράτησε για αρκετή ώρα το σημείωμα στα χέρια της, και μετά το πέταξε μαζί με τα εισιτήρια στα σκουπίδια. Το κλειδί το επέστρεψε ταχυδρομικώς στον Τέυλορ.
Μετά από δέκα μέρες γύρισε με το Νίκολας στη Νέα Υόρκη και στη δουλειά.
Η Τζέην πέθανε μετά από δέκα χρόνια. Η καρδιά της απλώς σταμάτησε, είπαν οι γιατροί.



Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

You don't know

You know, no, you don't know...Well, you don't know that it hurts deep inside...It hurts that you come around these days.It hurts that you come, we're looking at one another, and the next moment you're gone.It hurts you know, or you don't know...Either way, it hurts.It hurts that, after you're gone, I still see the sheets that have changed their seat because you were sitting there.But I don't see you seating there, anymore...It hurts that I see you coming through the very same door through which, I know, you'll have to walk out and leave, afterwards.It hurts that we'll have to call each other to arrange a meeting.Is this the way things are supposed to be between us?It still hurts, but I'm glad I get to see you, come and leave.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Χανόμαστε, ξέρεις...
Οι άνθρωποι, χανόμαστε, ξεχνιόμαστε, έτσι μου είπε κάποιος.

Στα αστέρια που με περιβάλλουν, το κρύο της νύχτας, η μουσική της σιωπής, οι πολλές αϋπνίες μου. Καλά όλα αυτά. Εσύ μου χάνεσαι; Κι αν χάνεσαι, πού διαλέγεις να χαθείς; Εγώ, μη φοβάσαι, μόνο στον εαυτό μου χάνομαι. Σαν να τριγυρίζω στους λαβύρινθους της καρδιάς, να προσπερνώ αρτηρίες, να φτάνω στο κέντρο κι εκεί να στέκομαι σαστισμένη. Τι κάνω εδώ; Πώς χάθηκα; Πώς να γυρίσω; Πού να γυρίσω; Κι όμως ξημερώνει κι εγώ ξυπνώ και γύρω μου τίποτα κόκκινο, μόνο η συννεφιά μου...

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Ανάμεσα σε καπνούς και σε κρασί

Κι ανάμεσα στους καπνούς και στο κρασί που κρέμεται στην άκρη της γλώσσας αναρωτιέμαι. 'Ωρες ώρες όλα φαίνονται τόσο περίεργα γύρω μου, σαν να τα βλέπω μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Και καθώς το τραγούδι που συνοδεύει τους καπνούς και το κρασί ξαναπαίζει, μένεις κι αναρωτιέσαι πώς οι ζωές των ανθρώπων περιπλέκονται και χωρίζουν με τόσο πολλούς τρόπους, σε τόσο πολλά επίπεδα. Ο ένας φεύγει για ένα μικρό ταξίδι που θα τον φέρει στον πιο σημαντικό του άνθρωπο, ο άλλος μιλάει με ένα χυμό μήλου δίπλα του για ξεχασμένους έρωτες κι εσύ απολαμβάνεις τον καπνό και το κρασί, καθώς η μέρα αλλάζει και ξεκινά μια τελείως διαφορετική που μοιάζει μόνο ίδια με την προηγούμενη.
Κι όλα αυτά τι νόημα θα είχαν αν δεν υπήρχες εσύ;
Να με εμπνέεις στις λέξεις που χαράσσουν αυτό το χαρτί.
Να με κάνεις να περιμένω στωικά, χωρίς να μου φαίνεται ποτέ "πολύ", για να κουραστώ.
Να μου μιλάς και να γνωρίζω τον κόσμο από την αρχή, μέσα από κάθε λέξη σου και κάθε κίνησή σου.
Να με πειράζεις, τι είναι αυτά που λέω παλι, τι ρούχο είναι αυτό, πώς είναι τα μαλλιά μου, τι μου έκανε το κρασί πάλι...
να με προκαλείς να απαντήσω, τι είπες, ασυναρτησίες πάλι, πόση ειρωνεία μπορείς και χρησιμοποιείς, πάλι ξέχασες το τάδε που λέγαμε...;
Να με κάνεις να γελάω όπως μόνο εσύ μπορείς.
Να σε θέλω μ' έναν τρόπο πρωτόγνωρο, που δεν αφήνει περιθώρια κι όρια, που αφήνει να κυριαρχούν τα ένστικτα μόνο και καμιά λογική, που με καίει από πάνω μέχρι κάτω με μια φωτιά ανυπόφορη.
Να σε ερωτεύομαι κάθε μέρα από την αρχή.
Να κάνεις κάθε λέξη -ακόμα και αυτές εδώ- τόσο φτωχή μπροστά σε όλα αυτά, σε αυτό το ένα.
Να λέω ένα πράγμα και να καταλαβαίνεις κάθε πιθανό του, για μένα, νόημα.
Να σε αγαπάω.
Για κάθε στιγμή.
Για πάντα.

Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Σιωπή

Στην πικρή σου σιωπή
προσπαθώ μια ρωγμή να τραβήξω
σαν γραμμή μολυβιού σε χαρτί που κυλά
των ματιών σου σημάδια δυο στάλες ηχούν...
Και οι λέξεις μου χάνονται
σε μια λίμνη βαθιά
με νερά σκοτεινά, του βυθού σου τα χνάρια...
Κι όταν τα φύλλα θα πέσουν,
όταν το λευκό θα σε βρει,
όταν ο ουρανός σου τελειώσει
κι η σιωπή σου ακουστεί σαν κραυγή
θα 'χω χαθεί, δε θα είμαι πια εκεί...
Η αυγή πλησιάζει κι η νύχτα μικρή,
η φωτιά σου έχει σβήσει
η απουσία μου πεθαίνει στις στάχτες της...
Κι εγώ δεν είμαι εκεί...

Στιγμή

Δεν ξέρω
πώς είναι να αγαπάς μια στιγμή...
Μια φλόγα που στην ανάμνησή σου σβήνει...
Μια θύμηση γλυκιά και πικρή
που με γυρνά σε ξεχασμένους τόπους...
Δε γνώρισα
πώς είναι να κρατάς μια στιγμή...
Να μην αφήνεις να ξεφύγει μια πνοή...
Που σαν αχός στο τέλος θα χαθεί
στο παιχνίδι που σκαρώνει σε ένα βράδυ η μοίρα.
Δεν έμαθα
ποτέ μου να μιλώ με φτιασίδια...
Μα αυτό, μάτια μου, σε πήρε μακριά...
Σε τόπους μακρινούς, πέρα από μένα...
Νιώθω
πώς είναι να αγαπάς μια ζωή...
Να χάνεσαι σε ένα παραμύθι...
Μα πες μου, μάτια μου, ποιο είναι το τέλος
και ποια η αρχή...;
Σε σένα αφήνομαι,
κρατώ τη στιγμή σου
ώσπου να σε χάσω ξανά
μέχρι να βρω την πηγή σου...
Μάτια μου, μη με ψάξεις!
Θα ζω στις στιγμές...
Σ΄αυτές που δεν αγάπησα,
σ΄αυτές που δεν κράτησα,
σ' ένα χάος που εγώ

ποτέ δεν κατάλαβα...

Το στίγμα

Το στίγμα μας...
Ή μάλλον το στίγμα που μας άφησαν κάποιοι να το κουβαλάμε χωρίς να θέλουμε...
Δε μας ρωτάνε καν...
Το στίγμα μας...
Το δικό μου θα έχει πάντα μια ζωή που αφαιρέθηκε άδικα στα 15...
Μια Αθήνα παλιά που δε θα μπορώ να θυμάμαι κάποια στιγμή...
Ανθρώπους να φωνάζουν και να μην ακούγονται...
Αστυνομικούς να χτυπούν και να αφήνουν σημάδια στο κορμί και στην καρδιά μου...
Μια βροχή από πέτρες, καπνούς, γυαλιά, δάκρυα...
Μια απογοήτευση από το σύστημα, από το σχολείο, από τους φίλους που τελευταία στιγμή δεν ακολούθησαν γιατί λύγισαν...
Μια εικόνα, εμένα και δυο παιδιά δεκαεπτά χρονών να ακούμε ότι δεν έχει νόημα να κάνουμε αποχές και πορείες
γιατί τίποτα δεν αλλάζει...
Το στίγμα μας;
Μια μαυρίλα, μια θολούρα, μια απογοήτευση αβάσταχτα βαθιά,
ένας χαμός...

Το στίγμα μου δε θέλω να είναι στίγμα...